- πλυνός
- ο, Ν [πλύνω]ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος τού πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τουςαρχ.1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων2. λουτήρας, μπανιέρα3. θέση, χώρος, όπου γινόταν το πλύσιμο τών ρούχων.
Dictionary of Greek. 2013.